αποσκληρύνω

αποσκληρύνω
αποσκληρύνω και αποσκληραίνω -υνα, -ύνθηκα, -υμμένος, κάνω κάτι σκληρό, ή κάποιον σκληρόκαρδο, άσπλαχνο: Η φτώχεια κι οι ταλαιπωρίες που γνώρισε τον είχαν αποσκληρύνει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποσκληρύνω — (ΑΜ ἀποσκληρύνω, Α κ. σκληρῶ, όω) καθιστώ κάτι σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι ήταν …   Dictionary of Greek

  • ἀποσκληρυνθεῖσα — ἀποσκληρύνω harden aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρυνθῇ — ἀποσκληρύνω harden aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρυνθέν — ἀποσκληρύνω harden aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρυνθέντος — ἀποσκληρύνω harden aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρυνθήσῃ — ἀποσκληρύνω harden fut ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρύνει — ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνω harden aor subj act 3rd sg (epic) ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνω harden pres ind mp 2nd sg ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνω harden pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρύνουσιν — ἀποσκληρύ̱νουσιν , ἀποσκληρύνω harden aor subj act 3rd pl (epic) ἀποσκληρύ̱νουσιν , ἀποσκληρύνω harden pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσκληρύ̱νουσιν , ἀποσκληρύνω harden pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρύνεται — ἀποσκληρύ̱νεται , ἀποσκληρύνω harden aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποσκληρύ̱νεται , ἀποσκληρύνω harden pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρύνηται — ἀποσκληρύ̱νηται , ἀποσκληρύνω harden aor subj mid 3rd sg ἀποσκληρύ̱νηται , ἀποσκληρύνω harden pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”